- λογιστονόμος
- λογιστονόμος, -ον (Α)αυτός που τακτοποιεί τους λογαριασμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογιστός ή λογιστής + -νόμος (< νόμος < νέμω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογιστονόμοισιν — λογιστονόμος regulating accounts masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek